-
1 μαγειρική
[магирики] ουσ. Θ. кулинария.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαγειρική
-
2 кулинария
-
3 кухня
-и θ.1. μαγειρείο, μαγεριό, κουζίνα. || μαγειρική• μαγείρευμα. || μτφ. χαλκείο.2. ιδιάζουσα μαγειρική•греческая кухня ελληνική κουζίνα•
французская кухня γαλλική κουζίνα.
-
4 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
5 кулинар
ο μάγειρας, ο σεφРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кулинар
-
6 кухня
1. (помещение) η κουζίνα (ξεν.)το μαγειρείο2. (подбор кушаний) η μαγειρική, το μενού, οι επιλογές (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кухня
-
7 натрий
хим. (Na) το νάτρι/οгидрокарбонат - я (пищевая сода) (NaHC03) το υδροανθρακικό νάτριο, η μαγειρική σόδαгидроксид - я (сода каустическая или едкий натр) см. натр едкий - я карбонат (кальцинированная сода) ανθρακικό -хлористый - χλωριούχο -, το χλωρίδιο του - ουτο μαγειρικό άλας, το αλάτι, хромистый - χρωμικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > натрий
-
8 кулинария
кулинар||ияж ἡ μαγειρική. -
9 кулинарный
кулинар||ныйприл μαγειρικός:\кулинарныйное искусство ἡ μαγειρική τέχνη. -
10 плита
плитаж1. (каменная, металлическая) ἡ πλακά, ἡ πλάξ:моги́льная \плита ἡ ἐπιτύμβια πλάκα, ἡ πλακά τοῦ τάφου· выложить плитами πλακοστρώνω·2. (кухонная) ἡ μαγειρική ἐστία, ὁ φούρνος τῆς κουζίνας:газовая \плита ἡ κουζίνα φωταερίου, τό γκάζι. -
11 кулинария
[κουλινάριγια] ουσ. θ. μαγειρική -
12 кулинария
[κουλινάριγια] ουσ θ μαγειρική -
13 кулинария
-и θ.η μαγειρική. || φαγητά, εδέσματα. -
14 кулинарный
επ.μαγειρικός•-ое искусство η μαγειρική τέχνη.
-
15 кухарничать
ρ.δ. (απλ.) ασχολούμαι με τη μαγειρική. -
16 поваренный
επ.μαγειρικός,της μαγειρικής•-ое искусство η μαγειρική (τέχνη)•
-ая соль μαγειρικό αλάτι•
-ая книга βιβλίο μαγειρικής (τσελεμεντές).
-
17 поварской
επ.μαγειρικός•-ая шапка η σκούφια του μάγειρα•
-ое искусство η μαγειρική τέχνη•
поварской нож μαγειρικό μαχαίρι ή της κουζίνας•
-йе принадлежности τα μαγειρικά σκεύη.
См. также в других словарях:
μαγειρική — Βλ. λ. γαστρονομία. * * * η (AM μαγειρική) βλ. μαγειρικός … Dictionary of Greek
μαγειρικῇ — μαγειρικός fit for a cook fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρική — μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής … Dictionary of Greek
οψοποιία — ὀψοποιία, ἡ (Α) [οψοποιός] 1. έντεχνη μαγειρική 2. βιβλίο σχετικά με την έντεχνη μαγειρική … Dictionary of Greek
οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή … Dictionary of Greek